- ὄζου
- ὄζοςboughmasc gen sgὄζωsmellpres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)ὄζωsmellimperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Όζου, Γιασουχίρο — (Yasujiro Ozu, Τόκιο 1903 – 1963). Ιάπωνας σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Από τους πρωτοπόρους του κινηματογράφου της πατρίδας του κατάφερε από το ξεκίνημα του ακόμα να συνδυάσει τα πειραματικά στοιχεία με το λεγόμενο κυρίαρχο ρεύμα της Ιαπωνικής… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κουροσάβα, Ακίρα — (Akira Kurosawa, Τόκιο 1910 – 1998). Ιάπωνας σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Σπούδασε ζωγραφική και μολονότι είχε αποσπάσει σημαντικά βραβεία, το 1943 στράφηκε στον κινηματογράφο, αρχικά ξεκινώντας ως βοηθός σκηνοθέτη με το φιλμ… … Dictionary of Greek
Όσιμα, Ναγκίσα — (Nagisa Oshima, Κιότο 1932 –). Ιάπωνας σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Βασικός εκπρόσωπος του «νέου κύματος» του κινηματογράφου στην πατρίδα του κατά τις δεκαετίες ’50 και ’60, που μαζί με τους Ιμαμούρα, Σινόντα και Γιοσίντα αποτέλεσαν… … Dictionary of Greek